- μισοφαής
- μισοφαής, ές (ΑΜ)αυτός που μισεί το φως.[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + -φαής (< φάος «φως, λάμψη»), πρβλ. κεραυνο-φαής, λευκο-φαής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μισοφαής — hating the light masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισοφαῆ — μισοφαής hating the light neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μισοφαής hating the light masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μισοφαής hating the light masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισοφαοῦς — μισοφαής hating the light masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… … Dictionary of Greek
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek